- κρισίμως
- κρίσιμοςdecisiveadverbialκρίσιμοςdecisivemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρίσιμος — η, ο (AM κρίσιμος, ίμη, ον) [κρίσις] 1. αυτός που δίνει οριστική τροπή σε κάτι, αποφασιστικός («κρίσιμη συνάντηση») 2. σοβαρός, επικίνδυνος (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παραμένει κρίσιμη» β. «η οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση» γ.… … Dictionary of Greek